μεσόσφαιρα

μεσόσφαιρα
η
1. γεωλ. μια από τις διαδοχικές συγκεντρικές ζώνες από τις οποίες αποτελείται η Γη και η οποία βρίσκεται κάτω από την ασθενόσφαιρα και περιλαμβάνει τμήμα τού ανώτερου μανδύα, τον κατώτερο μανδύα και τον πυρήνα
2. (μετεωρ.) περιοχή τής ανώτερης ατμόσφαιρας που βρίσκεται σε ύψος μεταξύ 50 και 80 χιλιομέτρων, ανάμεσα στη στρατόσφαιρα και στη θερμόσφαιρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσόπαυση — η (μετεωρ.) περιοχή τής ανώτερης ατμόσφαιρας, η οποία βρίσκεται σε ύψος 80 περίπου χιλιομέτρων, ανάμεσα στη μεσόσφαιρα και στη θερμόσφαιρα, και στην οποία η θερμοκρασία τού αέρα αποκτά την ελάχιστη τιμή της, τής τάξης τών 90°C …   Dictionary of Greek

  • ομοιόσφαιρα — η (αστρον. μετεωρ.) ζώνη τής ατμόσφαιρας ενός πλανήτη μέσα στην οποία η χημική σύστασή της είναι ανεξάρτητη από το ύψος και η οποία εκτείνεται από την επιφάνεια τού εδάφους μέχρι τη στροβιλόπαυση, ενώ στη Γη φθάνει μέχρι ύψος 100 χιλιομέτρων και… …   Dictionary of Greek

  • στρατόπαυση — η, Ν (μετεωρ.) ζώνη στην ατμόσφαιρα τής Γης ή άλλων πλανητών η οποία αποτελεί το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη στρατόσφαιρα και στη μεσόσφαιρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”