ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσόπαυση — η (μετεωρ.) περιοχή τής ανώτερης ατμόσφαιρας, η οποία βρίσκεται σε ύψος 80 περίπου χιλιομέτρων, ανάμεσα στη μεσόσφαιρα και στη θερμόσφαιρα, και στην οποία η θερμοκρασία τού αέρα αποκτά την ελάχιστη τιμή της, τής τάξης τών 90°C … Dictionary of Greek
ομοιόσφαιρα — η (αστρον. μετεωρ.) ζώνη τής ατμόσφαιρας ενός πλανήτη μέσα στην οποία η χημική σύστασή της είναι ανεξάρτητη από το ύψος και η οποία εκτείνεται από την επιφάνεια τού εδάφους μέχρι τη στροβιλόπαυση, ενώ στη Γη φθάνει μέχρι ύψος 100 χιλιομέτρων και… … Dictionary of Greek
στρατόπαυση — η, Ν (μετεωρ.) ζώνη στην ατμόσφαιρα τής Γης ή άλλων πλανητών η οποία αποτελεί το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στη στρατόσφαιρα και στη μεσόσφαιρα … Dictionary of Greek